υαλικός

υαλικός
-ή, -ό / ὑαλικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὕαλος]
νεοελλ.
1. (λόγ. τ.) κατασκευασμένος από γυαλί, γυάλινος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υαλικά
οικιακά σκεύη από γυαλί, γυαλικά
αρχ.
1. κατάλληλος για την παρασκευή υάλου
2. (το αρσ.) ὑαλικός
(κατά τον Ησύχ.) «κώμη
Διονύσιος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υαλικός — ή, ό βλ. γυάλινος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”